- περικήδομαι
- και δωρ. τ. περικάδομαι Αφροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κήδομαι «φροντίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικήδομαι — to be very anxious pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικήδεο — περικήδομαι to be very anxious pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) περικήδομαι to be very anxious imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικηδόμενος — περικήδομαι to be very anxious pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικήδετο — περικήδομαι to be very anxious imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περικάδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι … Dictionary of Greek
περικαδόμενοι — περικᾱδόμενοι , περικήδομαι to be very anxious pres part mp masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)